προχῶναι: Difference between revisions
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
(35) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=οἱ, Α<br />οι γλουτοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για κωμ. λ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. έχει προέλθει από συμφυρμό τών λ. [[κοχώνη]] «το [[μέρος]] [[μεταξύ]] τών σκελών και της έδρας, το περίνεο, [[γλουτός]]» και [[πρωκτός]] ή, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], από τη λ. [[κοχώνη]] κατ' [[επίδραση]] του <i>προ</i>- [[είτε]] με την επιτατική του σημ. [[είτε]] με τη σημ. της προστασίας, της υπεράσπισης, με την [[έννοια]] ότι οι γλουτοί έχουν έναν ρόλο προστατευτικό]. | |mltxt=οἱ, Α<br />οι γλουτοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για κωμ. λ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. έχει προέλθει από συμφυρμό τών λ. [[κοχώνη]] «το [[μέρος]] [[μεταξύ]] τών σκελών και της έδρας, το περίνεο, [[γλουτός]]» και [[πρωκτός]] ή, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], από τη λ. [[κοχώνη]] κατ' [[επίδραση]] του <i>προ</i>- [[είτε]] με την επιτατική του σημ. [[είτε]] με τη σημ. της προστασίας, της υπεράσπισης, με την [[έννοια]] ότι οι γλουτοί έχουν έναν ρόλο προστατευτικό]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: f. pl.<br />Meaning: [[buttocks]], [[coccyx]] (Archipp.41).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: Perh. as momentary formation or comic distortion from cross of <b class="b3">κοχώνη</b> and <b class="b3">πρωκτός</b> (Güntert Reimwortbildungen 122); or with <b class="b3">πρό</b>. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 3 January 2019
English (LSJ)
αἱ,=
A γλουτοί 1, Archipp.41.
German (Pape)
[Seite 800] αἱ, die Hüften, das Steißbein, Archipp. com. bei Poll. 2, 183. Vgl. κοχώνη.
Greek (Liddell-Scott)
προχῶναι: -αἱ, οἱ γλουτοί, Λατ. coccygis (κοχώνη), Ἄρχιππ. ἐν «Ρίνωνι» 2.
Greek Monolingual
οἱ, Α
οι γλουτοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για κωμ. λ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από συμφυρμό τών λ. κοχώνη «το μέρος μεταξύ τών σκελών και της έδρας, το περίνεο, γλουτός» και πρωκτός ή, κατ' άλλη άποψη, από τη λ. κοχώνη κατ' επίδραση του προ- είτε με την επιτατική του σημ. είτε με τη σημ. της προστασίας, της υπεράσπισης, με την έννοια ότι οι γλουτοί έχουν έναν ρόλο προστατευτικό].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f. pl.
Meaning: buttocks, coccyx (Archipp.41).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Perh. as momentary formation or comic distortion from cross of κοχώνη and πρωκτός (Güntert Reimwortbildungen 122); or with πρό.