διωρία: Difference between revisions
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
(9) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διωρία''': ἡ, (ὥρα) [[διάστημα]] δύο ὡρῶν, Βυζ. | |lstext='''διωρία''': ἡ, (ὥρα) [[διάστημα]] δύο ὡρῶν, Βυζ.· [[διωρία]] διὰ τοῦ ω μεγάλου καιρὸν δηλοῖ, διορία δὲ = [[προθεσμία]], διορία, Ἡσύχ., Σουΐδ. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 19:32, 6 January 2019
English (LSJ)
ἡ, either (ὅρος)
A fixed space or interval, or (ὥρα) appointed time, J.BJ5.9.1.
Greek (Liddell-Scott)
διωρία: ἡ, (ὥρα) διάστημα δύο ὡρῶν, Βυζ.· διωρία διὰ τοῦ ω μεγάλου καιρὸν δηλοῖ, διορία δὲ = προθεσμία, διορία, Ἡσύχ., Σουΐδ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ separación Hsch.
-ας, ἡ
• Grafía: graf. διορ- Vit.Aesop.G 82, Origenes Io.13.41
intervalo de tiempo, plazo διωρίαν βουλῆς ... παρασχεῖν conceder un plazo para la reflexión I.BI 5.348, ἔλαβεν διορίαν ὅπως τὸ σημεῖον διαλύσῃ se tomó un plazo para resolver el presagio, Vit.Aesop.l.c., cf. Origenes l.c., Nil.M.79.169A, Rom.Mel.82.δʹ.1, PLond.1384.21 (biz.)
•según los gramáticos término mal empleado en vez del jur. προθεσμία plazo fijado para la prescripción Phryn.16, Thom.Mag.p.288.