εὐδινός: Difference between revisions
From LSJ
φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else
(15) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐδῑνός''': όν. = [[εὐδιεινός]], Ὀρφ. Ὕμν. 21. | |lstext='''εὐδῑνός''': όν. = [[εὐδιεινός]], Ὀρφ. Ὕμν. 21. 5· Στράβ. 453. 16, Εὐσέβ. ΙΙ. 813Β. - καθ’ Ἡσύχ.: «εὐδινά· πραέα, κατεσταλμένα», κατὰ Ζωναρᾶν (897): «εὐδινὸς καιρὸς ὁ εὐδίαν ἔχων». - Καὶ κατὰ Σουΐδ. : «εὐδιεινὸς ὁ καιρὸς καὶ ὁ [[ἄνεμος]], καὶ εὐδινὸς ὁμοίως». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐδινός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> (για καιρό) ο [[ευδιεινός]], ο [[αίθριος]], ο [[γαλήνιος]]<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που δεν προσβάλλεται από ανέμους («ἡ δὲ [[χώρα]] εὐδινὴ διὰ τὴν [[κοιλότητα]] τῶν πεδίων», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Διαφορετική [[γραφή]] του τ. [[ευδιεινός]]]. | |mltxt=[[εὐδινός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> (για καιρό) ο [[ευδιεινός]], ο [[αίθριος]], ο [[γαλήνιος]]<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που δεν προσβάλλεται από ανέμους («ἡ δὲ [[χώρα]] εὐδινὴ διὰ τὴν [[κοιλότητα]] τῶν πεδίων», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Διαφορετική [[γραφή]] του τ. [[ευδιεινός]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 6 January 2019
English (LSJ)
όν,
A v. εὐδεινός.
German (Pape)
[Seite 1062] = εὐδιεινός, Orph. H. 21, 5, wo früher εὐδεινός stand; vgl. VLL. u. Lob. path. 190.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδῑνός: όν. = εὐδιεινός, Ὀρφ. Ὕμν. 21. 5· Στράβ. 453. 16, Εὐσέβ. ΙΙ. 813Β. - καθ’ Ἡσύχ.: «εὐδινά· πραέα, κατεσταλμένα», κατὰ Ζωναρᾶν (897): «εὐδινὸς καιρὸς ὁ εὐδίαν ἔχων». - Καὶ κατὰ Σουΐδ. : «εὐδιεινὸς ὁ καιρὸς καὶ ὁ ἄνεμος, καὶ εὐδινὸς ὁμοίως».
Greek Monolingual
εὐδινός, -όν (Α)
1. (για καιρό) ο ευδιεινός, ο αίθριος, ο γαλήνιος
2. (για τόπο) αυτός που δεν προσβάλλεται από ανέμους («ἡ δὲ χώρα εὐδινὴ διὰ τὴν κοιλότητα τῶν πεδίων», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαφορετική γραφή του τ. ευδιεινός].