κούφισις: Difference between revisions
From LSJ
(nl) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κούφῐσις''': -εως, ἡ, ἐλάφρυνσις, [[ἀνακούφισις]], Θουκ. 7. | |lstext='''κούφῐσις''': -εως, ἡ, ἐλάφρυνσις, [[ἀνακούφισις]], Θουκ. 7. 75· κούφισιν φέρειν Δίων Κ. 42. 28, Ἰωσήπ. Ἰουδ Ἀρχ. 17. 6, 2. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 19:33, 6 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A lightening, alleviation, relief, Th.7.75; κούφισιν φέρειν J.AJ17.6.2, D.C.42.28.
German (Pape)
[Seite 1497] ἡ, Erleichterung; Thuc. 7, 75; Sp., κούφισιν φέρειν D. Cass. 42, 28.
Greek (Liddell-Scott)
κούφῐσις: -εως, ἡ, ἐλάφρυνσις, ἀνακούφισις, Θουκ. 7. 75· κούφισιν φέρειν Δίων Κ. 42. 28, Ἰωσήπ. Ἰουδ Ἀρχ. 17. 6, 2.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
allégement, soulagement.
Étymologie: κουφίζω.
Greek Monolingual
κούφισις, ἡ (Α) κουφίζω (II)]
ελάφρυνση, ανακούφιση.
Greek Monotonic
κούφῐσις: -εως, ἡ, ανακούφιση, καταπράϋνση, κατευνασμός, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
κούφῐσις: εως ἡ облегчение, утешение Thuc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κούφισις -εως, ἡ [κουφίζω] verlichting, opluchting.