άλιμος: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄλιμος]], -ον (Α) [[λιμός]]<br />αυτός που διώχνει, που κατευνάζει την [[πείνα]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄλιμος]], -ον (Α) [[λιμός]]<br />αυτός που διώχνει, που κατευνάζει την [[πείνα]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἅλιμος]], -ον (Α) [[ἅλς]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη [[θάλασσα]] ή προέρχεται από αυτήν<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἅλιμον</i><br />[[παραλία]], [[ακροθαλασσιά]]<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> <b>αρχ.</b> <i>ἅλιμον</i>, το (στον <b>Διοσκ.</b>) [[ἅλιμος]], ο<br />[[αρμυρήθρα]]. | ||
}} | }} |