άλιμος: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
(2)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄλιμος]], -ον (Α) [[λιμός]]<br />αυτός που διώχνει, που κατευνάζει την [[πείνα]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἅλιμος]], -ον (Α) [[ἅλς]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη [[θάλασσα]] ή προέρχεται από αυτήν<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἅλιμον</i><br />[[παραλία]], [[ακροθαλασσιά]]<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> <b>αρχ.</b> <i>ἅλιμον</i>, το (στον <b>Διοσκ.</b>) [[ἅλιμος]], ο<br />[[αρμυρήθρα]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄλιμος]], -ον (Α) [[λιμός]]<br />αυτός που διώχνει, που κατευνάζει την [[πείνα]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἅλιμος]], -ον (Α) [[ἅλς]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη [[θάλασσα]] ή προέρχεται από αυτήν<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἅλιμον</i><br />[[παραλία]], [[ακροθαλασσιά]]<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> <b>αρχ.</b> <i>ἅλιμον</i>, το (στον <b>Διοσκ.</b>) [[ἅλιμος]], ο<br />[[αρμυρήθρα]].
}}
}}

Latest revision as of 12:10, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ἄλιμος, -ον (Α) λιμός
αυτός που διώχνει, που κατευνάζει την πείνα.
(II)
ἅλιμος, -ον (Α) ἅλς
1. αυτός που ανήκει στη θάλασσα ή προέρχεται από αυτήν
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἅλιμον
παραλία, ακροθαλασσιά
3. ως ουσ. αρχ. ἅλιμον, το (στον Διοσκ.) ἅλιμος, ο
αρμυρήθρα.