έπαινος: Difference between revisions
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(12) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[ἔπαινος]])<br />η [[ενέργεια]] του [[επαινώ]], [[επιδοκιμασία]], [[επαινετικός]] [[λόγος]], [[εγκώμιο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δημόσια]] [[αναγνώριση]] και [[διακήρυξη]] τών αρετών κάποιου, [[ηθική]] [[ανταμοιβή]] («ἐπαινος ανδρείας»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για τον θεό) [[δόξα]]<br /><b>2.</b> (ως [[προσφώνηση]]) [[μακάριος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμβουλή]], [[παραίνεση]]<br /><b>2.</b> [[συναίνεση]], αμοιβαία [[συμφωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αίνος]] «[[λόγος]], [[έπαινος]]»]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[ἔπαινος]])<br />η [[ενέργεια]] του [[επαινώ]], [[επιδοκιμασία]], [[επαινετικός]] [[λόγος]], [[εγκώμιο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δημόσια]] [[αναγνώριση]] και [[διακήρυξη]] τών αρετών κάποιου, [[ηθική]] [[ανταμοιβή]] («ἐπαινος ανδρείας»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για τον θεό) [[δόξα]]<br /><b>2.</b> (ως [[προσφώνηση]]) [[μακάριος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμβουλή]], [[παραίνεση]]<br /><b>2.</b> [[συναίνεση]], αμοιβαία [[συμφωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αίνος]] «[[λόγος]], [[έπαινος]]»].<br /><b>(II)</b><br />[[ἔπαινος]], το και σπαν. έπαινον, το (Μ)<br /><b>1.</b> [[έπαινος]]<br /><b>2.</b> [[επαινετικός]] [[λόγος]], [[εγκώμιο]]<br /><b>3.</b> (για τον Χριστό ή τους αγίους) α) [[δόξα]]<br />β) [[μεγαλείο]]<br /><b>4.</b> [[φήμη]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «εἰς τὸ ἔπαινός μου» — [[είμαι]] [[ευτυχής]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 8 January 2019
Greek Monolingual
(I)
ο (AM ἔπαινος)
η ενέργεια του επαινώ, επιδοκιμασία, επαινετικός λόγος, εγκώμιο
νεοελλ.
δημόσια αναγνώριση και διακήρυξη τών αρετών κάποιου, ηθική ανταμοιβή («ἐπαινος ανδρείας»)
μσν.
1. (για τον θεό) δόξα
2. (ως προσφώνηση) μακάριος
αρχ.
1. συμβουλή, παραίνεση
2. συναίνεση, αμοιβαία συμφωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αίνος «λόγος, έπαινος»].
(II)
ἔπαινος, το και σπαν. έπαινον, το (Μ)
1. έπαινος
2. επαινετικός λόγος, εγκώμιο
3. (για τον Χριστό ή τους αγίους) α) δόξα
β) μεγαλείο
4. φήμη
5. φρ. «εἰς τὸ ἔπαινός μου» — είμαι ευτυχής.