βρωμώμαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
(7)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />βρωμῶμαι (-άομαι) (Α)<br />[[γκαρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βρέμω]], με εκτεταμένη-ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] ρίζας και [[κλίση]] σε -<i>άω</i>].———————— <b>(II)</b><br />βρωμῶμαι (-άομαι) (Α) [[[βρώμος]] (II)]<br />[[αναδίδω]] [[κακοσμία]], βρομάω.
|mltxt=<b>(I)</b><br />βρωμῶμαι (-άομαι) (Α)<br />[[γκαρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βρέμω]], με εκτεταμένη-ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] ρίζας και [[κλίση]] σε -<i>άω</i>].<br /><b>(II)</b><br />βρωμῶμαι (-άομαι) (Α) [[[βρώμος]] (II)]<br />[[αναδίδω]] [[κακοσμία]], βρομάω.
}}
}}

Latest revision as of 12:35, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
βρωμῶμαι (-άομαι) (Α)
γκαρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω, με εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα ρίζας και κλίση σε -άω].
(II)
βρωμῶμαι (-άομαι) (Α) [[[βρώμος]] (II)]
αναδίδω κακοσμία, βρομάω.