απειρία: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
(5)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM [[ἀπειρία]]) [[[άπειρος]](Ι)]<br />[[έλλειψη]] πείρας, [[άγνοια]], [[ανεπιτηδειότητα]].———————— <b>(II)</b><br />η (AM [[ἀπειρία]]) [[[άπειρος]] (II)]<br />το να [[είναι]] [[κάτι]] απειροπληθές, να μη μπορεί να μετρηθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αιωνιότητα]]<br /><b>2.</b> [[άπειρο]] [[διάστημα]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM [[ἀπειρία]]) [[[άπειρος]](Ι)]<br />[[έλλειψη]] πείρας, [[άγνοια]], [[ανεπιτηδειότητα]].<br /><b>(II)</b><br />η (AM [[ἀπειρία]]) [[[άπειρος]] (II)]<br />το να [[είναι]] [[κάτι]] απειροπληθές, να μη μπορεί να μετρηθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αιωνιότητα]]<br /><b>2.</b> [[άπειρο]] [[διάστημα]].
}}
}}

Latest revision as of 12:42, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
η (AM ἀπειρία) [[[άπειρος]](Ι)]
έλλειψη πείρας, άγνοια, ανεπιτηδειότητα.
(II)
η (AM ἀπειρία) [[[άπειρος]] (II)]
το να είναι κάτι απειροπληθές, να μη μπορεί να μετρηθεί
αρχ.
1. αιωνιότητα
2. άπειρο διάστημα.