εξερώ: Difference between revisions
From LSJ
(12) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />–άω / [[ἐξερῶ]] (AM)<br /><b>1.</b> [[ξερνώ]]<br /><b>2.</b> [[αφήνω]] να πέσει [[κάτω]], [[χύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αδειάζω]]<br /><b>2.</b> (για κύβο, [[ζάρι]]) [[ρίχνω]]<br /><b>3.</b> [[βγάζω]] αέρα από τους πνεύμονες<br /><b>4.</b> [[ρεύομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[εξερώ]] —όπως και τα <i>απερώ</i>, [[διερώ]]— έχει πιθ. ως β' συνθετ. τη λ. <i>έρα</i> «γη», άν ληφθεί υπ' όψιν το [[σχόλιο]] στον Αριστοτέλη: «ἐξεράσω εἰς τὴν γῆν μεταβαλῶ, ἔρα γὰρ ἡ γῆ»]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />–άω / [[ἐξερῶ]] (AM)<br /><b>1.</b> [[ξερνώ]]<br /><b>2.</b> [[αφήνω]] να πέσει [[κάτω]], [[χύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αδειάζω]]<br /><b>2.</b> (για κύβο, [[ζάρι]]) [[ρίχνω]]<br /><b>3.</b> [[βγάζω]] αέρα από τους πνεύμονες<br /><b>4.</b> [[ρεύομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[εξερώ]] —όπως και τα <i>απερώ</i>, [[διερώ]]— έχει πιθ. ως β' συνθετ. τη λ. <i>έρα</i> «γη», άν ληφθεί υπ' όψιν το [[σχόλιο]] στον Αριστοτέλη: «ἐξεράσω εἰς τὴν γῆν μεταβαλῶ, ἔρα γὰρ ἡ γῆ»].<br /><b>(II)</b><br />–έω / [[ἐξερῶ]] (Α) (επικ. τ. του [[εξέρομαι]])<br /><b>1.</b> [[ρωτώ]] να μάθω<br /><b>2.</b> [[ρωτώ]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[εξερευνώ]]<br />(«κνημοὺς ἐξερέησι καὶ ἄγκεα ποιήεντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αναζητώ]].<br /><b>(III)</b><br />–έω / [[ἐξερῶ]] (μέλλ. του [[εξαγορεύω]])<br />θα πω [[καθαρά]], με [[σαφήνεια]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:58, 8 January 2019
Greek Monolingual
(I)
–άω / ἐξερῶ (AM)
1. ξερνώ
2. αφήνω να πέσει κάτω, χύνω
αρχ.
1. αδειάζω
2. (για κύβο, ζάρι) ρίχνω
3. βγάζω αέρα από τους πνεύμονες
4. ρεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εξερώ —όπως και τα απερώ, διερώ— έχει πιθ. ως β' συνθετ. τη λ. έρα «γη», άν ληφθεί υπ' όψιν το σχόλιο στον Αριστοτέλη: «ἐξεράσω εἰς τὴν γῆν μεταβαλῶ, ἔρα γὰρ ἡ γῆ»].
(II)
–έω / ἐξερῶ (Α) (επικ. τ. του εξέρομαι)
1. ρωτώ να μάθω
2. ρωτώ κάποιον
3. εξερευνώ
(«κνημοὺς ἐξερέησι καὶ ἄγκεα ποιήεντα», Ομ. Ιλ.)
4. αναζητώ.
(III)
–έω / ἐξερῶ (μέλλ. του εξαγορεύω)
θα πω καθαρά, με σαφήνεια.