περσίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(nl)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ΜΑ [[Πέρσης]]<br />έχω τα [[ίδια]] φρονήματα με τους Πέρσες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μιλώ]] περσικά<br /><b>2.</b> [[μιμούμαι]] τους Πέρσες στην [[αμφίεση]] και στη [[συμπεριφορά]].———————— <b>(II)</b><br />Α [[Περσεύς]]<br />[[υποστηρίζω]] τον Περσέα.
|mltxt=<b>(I)</b><br />ΜΑ [[Πέρσης]]<br />έχω τα [[ίδια]] φρονήματα με τους Πέρσες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μιλώ]] περσικά<br /><b>2.</b> [[μιμούμαι]] τους Πέρσες στην [[αμφίεση]] και στη [[συμπεριφορά]].<br /> <b>(II)</b><br />Α [[Περσεύς]]<br />[[υποστηρίζω]] τον Περσέα.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 11:48, 9 January 2019

German (Pape)

[Seite 603] persisch gesinnt sein, in politischer Hinsicht es mit den Persern halten, den Persern in Sitten, Tracht, Lebensart nachahmen, persisch sprechen, die persische Sprache verstehen, Xen. An. 4, 5, 34 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

parler la langue persane.
Étymologie: Πέρσης².

Greek Monolingual

(I)
ΜΑ Πέρσης
έχω τα ίδια φρονήματα με τους Πέρσες
αρχ.
1. μιλώ περσικά
2. μιμούμαι τους Πέρσες στην αμφίεση και στη συμπεριφορά.
(II)
Α Περσεύς
υποστηρίζω τον Περσέα.

Russian (Dvoretsky)

περσίζω: говорить по-персидски: διὰ τοῦ περσίζοντος ἑρμηνέως Xen. через говорящего по-персидски переводчика.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περσίζω [Πέρσης: Pers] Perzisch spreken.