πίπα: Difference between revisions
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
(3b) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br /><b>1.</b> μικρό [[κύπελλο]] από πυρίμαχο υλικό, όπως πηλό ή άλλα ορυκτά υλικά, ή από ειδικές ποιότητες ξύλου, συνδεδεμένο στο [[άκρο]] σωληνωτού στελέχους που καταλήγει σε [[επιστόμιο]] και το οποίο γεμίζεται με καπνό που ανάβεται και εισπνέεται μέσω του επιστομίου, η καπνοσύρριγα, το [[τσιμπούκι]]<br /><b>2.</b> [[μικρός]] [[σωλήνας]] στην [[άκρη]] του οποίου ο [[καπνιστής]] τοποθετεί το [[τσιγάρο]] ενώ από την [[άλλη]] εισπνέει τον καπνό που παράγεται από την [[καύση]]<br /><b>3.</b> <b>μετρολ.</b> πορτογαλική [[μονάδα]] χωρητικότητας ισοδύναμη με 500 [[λίτρα]]<br /><b>4.</b> μεγάλο [[βαρέλι]] όπου αποθηκεύεται [[κρασί]] ή [[άλλο]] [[υγρό]]<br /><b>5.</b> στοματική [[συνουσία]], [[πεολειξία]], αλλ. [[τσιμπούκι]]<br />β. <b>στον πληθ.</b> <i>οι πίπες</i><br /><b>μτφ.</b> αερολογίες, φλυαρίες, κενολογίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>pipa</i> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο αρχ. λατ. <i>pipa</i>, υποχωρητ. σχηματ. <span style="color: red;"><</span> ρ. <i>pipo</i> «πιπ(ιλ)ίζω» (<b>πρβλ.</b> <i>πιπ</i>[[π]]<i>ίζω</i>, [[πιπώ]], [[πίπος]])]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br /><b>1.</b> μικρό [[κύπελλο]] από πυρίμαχο υλικό, όπως πηλό ή άλλα ορυκτά υλικά, ή από ειδικές ποιότητες ξύλου, συνδεδεμένο στο [[άκρο]] σωληνωτού στελέχους που καταλήγει σε [[επιστόμιο]] και το οποίο γεμίζεται με καπνό που ανάβεται και εισπνέεται μέσω του επιστομίου, η καπνοσύρριγα, το [[τσιμπούκι]]<br /><b>2.</b> [[μικρός]] [[σωλήνας]] στην [[άκρη]] του οποίου ο [[καπνιστής]] τοποθετεί το [[τσιγάρο]] ενώ από την [[άλλη]] εισπνέει τον καπνό που παράγεται από την [[καύση]]<br /><b>3.</b> <b>μετρολ.</b> πορτογαλική [[μονάδα]] χωρητικότητας ισοδύναμη με 500 [[λίτρα]]<br /><b>4.</b> μεγάλο [[βαρέλι]] όπου αποθηκεύεται [[κρασί]] ή [[άλλο]] [[υγρό]]<br /><b>5.</b> στοματική [[συνουσία]], [[πεολειξία]], αλλ. [[τσιμπούκι]]<br />β. <b>στον πληθ.</b> <i>οι πίπες</i><br /><b>μτφ.</b> αερολογίες, φλυαρίες, κενολογίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>pipa</i> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο αρχ. λατ. <i>pipa</i>, υποχωρητ. σχηματ. <span style="color: red;"><</span> ρ. <i>pipo</i> «πιπ(ιλ)ίζω» (<b>πρβλ.</b> <i>πιπ</i>[[π]]<i>ίζω</i>, [[πιπώ]], [[πίπος]])].<br /> <b>(II)</b><br />η, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] υδρόβιων φρύνων της Νότιας Αμερικής που ανήκουν στην [[οικογένεια]] pipidae και τών οποίων τα αβγά επωάζονται στη [[ράχη]] του θηλυκού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ολλανδ. <i>pipa</i>.].<br /> <b>(III)</b><br />ἡ, Α<br />(δ. γρφ.) [[πιπώ]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πίπα:''' ἡ Arst. v. l. = [[πίπος]]. | |elrutext='''πίπα:''' ἡ Arst. v. l. = [[πίπος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:48, 9 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
πίπα: ἡ, διάφ. γραφ. ἀντὶ πιπὼ ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 7.
Greek Monolingual
(I)
η, Ν
1. μικρό κύπελλο από πυρίμαχο υλικό, όπως πηλό ή άλλα ορυκτά υλικά, ή από ειδικές ποιότητες ξύλου, συνδεδεμένο στο άκρο σωληνωτού στελέχους που καταλήγει σε επιστόμιο και το οποίο γεμίζεται με καπνό που ανάβεται και εισπνέεται μέσω του επιστομίου, η καπνοσύρριγα, το τσιμπούκι
2. μικρός σωλήνας στην άκρη του οποίου ο καπνιστής τοποθετεί το τσιγάρο ενώ από την άλλη εισπνέει τον καπνό που παράγεται από την καύση
3. μετρολ. πορτογαλική μονάδα χωρητικότητας ισοδύναμη με 500 λίτρα
4. μεγάλο βαρέλι όπου αποθηκεύεται κρασί ή άλλο υγρό
5. στοματική συνουσία, πεολειξία, αλλ. τσιμπούκι
β. στον πληθ. οι πίπες
μτφ. αερολογίες, φλυαρίες, κενολογίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pipa < αμάρτυρο αρχ. λατ. pipa, υποχωρητ. σχηματ. < ρ. pipo «πιπ(ιλ)ίζω» (πρβλ. πιππίζω, πιπώ, πίπος)].
(II)
η, Ν
ζωολ. γένος υδρόβιων φρύνων της Νότιας Αμερικής που ανήκουν στην οικογένεια pipidae και τών οποίων τα αβγά επωάζονται στη ράχη του θηλυκού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολλανδ. pipa.].
(III)
ἡ, Α
(δ. γρφ.) πιπώ.
Russian (Dvoretsky)
πίπα: ἡ Arst. v. l. = πίπος.