ἀγόρασμα: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(1) |
(1a) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀγόρασμα:''' ατος τό только pl. товар(ы) Aeschin., Dem., Arst., Plut. | |elrutext='''ἀγόρασμα:''' ατος τό только pl. товар(ы) Aeschin., Dem., Arst., Plut. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἀγοράζω]]<br />that [[which]] is bought: in pl.[[goods]], [[wares]], [[merchandise]], Dem., etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 9 January 2019
English (LSJ)
τό,
A thatwhichisbought or sold: mostly in pl., wares, merchandise, Aeschin. 3.223, D.34.9, etc., cf. Alex.168.
German (Pape)
[Seite 21] τό, nur im plur. (dah. Arist. Oec. II, 34 ἐπ' ἀγοράσματα wohl richtig ist), VLL. ὤνια. od. αὐτὰ τὰ ἠγορασμένα, Waaren, Alex. Ath. VI, 242 d; Aeschin. 3, 223; Dem. 34, 9; Sp., wie Plut. Cat. min. 36.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγόρασμα: τό, τὸ ἀγοραζόμενον ἢ πωλούμενον, πρὸ πάντων κατὰ πληθυντ. = ἐμπορεύματα, Αἰσχίν. 85. 37, Δημ. 909. 27, κτλ.· πρβλ. Ἄλεξ. ἐν τῷ «Παγκρατιαστῇ», 1.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Grafía: graf. ἀγόραζμα PYadin 22.22 (II d.C.)
compra, género, mercancía κατὰ τὴν συγγραφὴν ἐντίθεσθαι τὰ ἀγοράσματα τῶν ἐμῶν χρημάτων D.34.9, ἀγόρασμα Ὀλυμπιάδι ἀγοράζων Aeschin.3.223, cf. Arist.Oec.1352b4, Alex.173, PYadin l.c., Them.Or.4.61b.
Greek Monotonic
ἀγόρασμα: -ατος, τό (ἀγοράζω), αγοραζόμενο ή πωλούμενο εμπόρευμα· στον πληθ., αγαθά, κατασκευασμένα είδη, εμπορεύματα, καταναλωτικά αγαθά, σε Δημ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγόρασμα: ατος τό только pl. товар(ы) Aeschin., Dem., Arst., Plut.
Middle Liddell
ἀγοράζω
that which is bought: in pl.goods, wares, merchandise, Dem., etc.