εὐτειχής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust

Menander, Monostichoi, 151
(2b)
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐτειχής:''' Pind., Eur. = [[εὐτείχεος]].
|elrutext='''εὐτειχής:''' Pind., Eur. = [[εὐτείχεος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εὐτειχής]], ές =eu)tei/xeos, Pind., Eur.] [in Il. the acc. is εὐτείχεα, not εὐτειχέα.]
}}
}}

Revision as of 12:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτειχής Medium diacritics: εὐτειχής Low diacritics: ευτειχής Capitals: ΕΥΤΕΙΧΗΣ
Transliteration A: euteichḗs Transliteration B: euteichēs Transliteration C: efteichis Beta Code: eu)teixh/s

English (LSJ)

ές, Pi.O.6.1, N.7.46, E.Andr.1009 (lyr.); prop. oxytone, cf. Hdn. Gr.2.37,687; but acc. εὐτείχεα (Id.2.99) Il.16.57.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
aux bonnes ou solides murailles, bien fortifié.
Étymologie: εὖ, τεῖχος.

English (Slater)

εὐτειχής
   1 with well-built walls εὐτειχεῖ προθύρῳ (O. 6.1) θεοῦ παρ' εὐτειχέα δόμον (N. 7.46) παρ' εὐτειχέσιν Κάδμου πύλαις (I. 6.75)

Greek Monolingual

εὐτειχής, -ές και ἐϋτειχής, -ές (Α)
εὐτείχεος (τὸν ἐν Ἰλίῳ εὐτειχῆ πάγον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τειχής (< τείχος), πρβλ. αμφι-τειχής, επτα-τειχής].

Greek Monotonic

εὐτειχής: -ές, = το προηγ., σε Πίνδ., Ευρ.· αλλά στην Ομήρ. Ιλ., αιτ., εὐτείχεα, όχι εὐτειχέα.

Russian (Dvoretsky)

εὐτειχής: Pind., Eur. = εὐτείχεος.

Middle Liddell

εὐτειχής, ές =eu)tei/xeos, Pind., Eur.] [in Il. the acc. is εὐτείχεα, not εὐτειχέα.]