περιτροχάω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
(3b)
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''περιτροχάω:''' бегать вокруг (θῆρες περιτροχάουσι Anth.).
|elrutext='''περιτροχάω:''' бегать вокруг (θῆρες περιτροχάουσι Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[collat. [[form]] of [[περιτρέχω]], Anth.]
}}
}}

Revision as of 12:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιτροχάω Medium diacritics: περιτροχάω Low diacritics: περιτροχάω Capitals: ΠΕΡΙΤΡΟΧΑΩ
Transliteration A: peritrocháō Transliteration B: peritrochaō Transliteration C: peritrochao Beta Code: peritroxa/w

English (LSJ)

   A = περιτρέχω, AP7.338 : c.acc., πολέες σε περιτροχόωσιν ἀοιδαί Call.Del.28 :—Med., Arat.815.

German (Pape)

[Seite 597] Nebenform von περιτρέχω, rings herumlaufen, c. acc., daher umschwärmen, schaarenweis umgeben, Ep. ad. 666 (VII, 338); Callim. Del. 38; auch med., Arat. 815.

Greek (Liddell-Scott)

περιτροχάω: παράλληλος τύπος τοῦ περιτρέχω, Ἀνθ. Π. 7. 338· μετ’ αἰτ., πολέες σε περιτροχόωσιν ἀοιδαὶ Καλλ. εἰς Δῆλ. 28· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἄρατ. 815.

Greek Monotonic

περιτροχάω: ισοδύν. τύπος του περιτρέχω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

περιτροχάω: бегать вокруг (θῆρες περιτροχάουσι Anth.).

Middle Liddell

[collat. form of περιτρέχω, Anth.]