τρίπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρίπλευρος:''' -ον ([[πλευρά]]), αυτός που έχει [[τρεις]] πλευρές.
|lsmtext='''τρίπλευρος:''' -ον ([[πλευρά]]), αυτός που έχει [[τρεις]] πλευρές.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρί-πλευρος, ον, [[πλευρά]]<br />[[three]]-[[sided]].
}}
}}

Revision as of 13:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίπλευρος Medium diacritics: τρίπλευρος Low diacritics: τρίπλευρος Capitals: ΤΡΙΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: trípleuros Transliteration B: tripleuros Transliteration C: triplevros Beta Code: tri/pleuros

English (LSJ)

ον,

   A three-sided, Str.5.1.2; Astrol., trine, of aspect, Max.52,447, Cat.Cod.Astr.1.146; facing three ways, of a column on the march, Arr.Tact.28.4,5, Ael.Tact. 36.4,5.    II τρίπλευρα, τά, perh. part of a victim, SIG982.22 (Pergam., ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1146] von, mit drei Seiten, dreiseitig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τρίπλευρος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς πλευράς, σχῆμα τρ. Στράβ. 210, Μάξιμ. π. καταρχ. 52, Ἀρρ. Τακτ. σ. 66.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trois côtés.
Étymologie: τρεῖς, πλευρά.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίπλευρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει τρεις πλευρές («τρίπλευρα σχήματα»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τρίπλευρο
μαθημ. γεωμετρικό επίπεδο σχήμα με τρεις πλευρές, τρίγωνο
αρχ.
1. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ τρίπλευρον
το σφαιρικό τρίγωνο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρίπλευρα
τμήμα του σφαγίου θυσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. πεντά-πλευρος].

Greek Monotonic

τρίπλευρος: -ον (πλευρά), αυτός που έχει τρεις πλευρές.

Middle Liddell

τρί-πλευρος, ον, πλευρά
three-sided.