δυσγοήτευτος: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
(2)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''δυσγοήτευτος:''' не позволяющий себя морочить, не поддающийся обману Plat.
|elrutext='''δυσγοήτευτος:''' не позволяющий себя морочить, не поддающийся обману Plat.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]γοήτευτος, ον [[γοητεύω]]<br />[[hard]] to [[seduce]] by enchantments, Plat.
}}
}}

Revision as of 13:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσγοήτευτος Medium diacritics: δυσγοήτευτος Low diacritics: δυσγοήτευτος Capitals: ΔΥΣΓΟΗΤΕΥΤΟΣ
Transliteration A: dysgoḗteutos Transliteration B: dysgoēteutos Transliteration C: dysgoiteftos Beta Code: dusgoh/teutos

English (LSJ)

ον,

   A hard to seduce by enchantments, Pl.R.413e.

German (Pape)

[Seite 677] schwer zu betrügen, Plat. Rep. III, 413 e.

Greek (Liddell-Scott)

δυσγοήτευτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἐξαπατώμενος διὰ γοητείας, Πλάτ. Πολ. 413E.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à tromper par du charlatanisme.
Étymologie: δυσ-, γοητεύω.

Spanish (DGE)

-ον de pers. que no se deja seducir Pl.R.413e.

Greek Monolingual

δυσγοήτευτος, -ον (Α)
αυτός που παρασύρεται δύσκολα από γοητείες.

Greek Monotonic

δυσγοήτευτος: -ον (γοητεύω), αυτός που δύσκολα γοητεύεται, αυτός που δεν ξεγελιέται εύκολα, από μαγεία, αυτός που δεν υπόκειται σε γοητεία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

δυσγοήτευτος: не позволяющий себя морочить, не поддающийся обману Plat.

Middle Liddell

δυσ-γοήτευτος, ον γοητεύω
hard to seduce by enchantments, Plat.