ματιολοιχός: Difference between revisions
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(3) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μᾱτιολοιχός:''' Arph. v. l. = [[ματτυολοιχός]]. | |elrutext='''μᾱτιολοιχός:''' Arph. v. l. = [[ματτυολοιχός]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μᾱτιο-λοιχός, οῦ, ὁ,<br />a devourer of [[meal]], Ar. (A [[dubious]] [[word]], said to be [[derived]] from [[μάτιον]] a [[measure]] of [[meal]]. Others [[read]] ματτυό-λοιχος, a licker up of dainties.) | |||
}} | }} |
Revision as of 13:25, 9 January 2019
English (LSJ)
ὁ (on the accent v. Hdn.Gr.1.231), Ar.Nu.451, expld. as
A = κρουσιμέτρης, from μάτιον, τό, trifle, scrap, by Sch.ad loc.: ματαιολοιχός· ὁ περὶ τὰ μικρὰ πανοῦργος καὶ λίχνος, Hsch.:—Bentley cj. ματτυολοιχός (in both places), v. ματτύη.
Greek (Liddell-Scott)
μᾱτιολοιχός: ὁ, ἴδε ἐν λέξ. ματτύη.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui dévore des petits riens LSJ (cf. ματαιολοιχός, ματτυολοιχός).
Étymologie: μάτιον, λείχω.
Greek Monolingual
ματιολοιχός, ὁ (Α)
ο κρουσιμέτρης, αυτός που επιδιώκει με αναξιοπρεπή τρόπο ασήμαντα κέρδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφ. γρφ. του ματτυολοιχός].
Greek Monotonic
μᾱτιολοιχός: ὁ, αυτός που καταβροχθίζει ένα γεύμα, σε Αριστοφ. (αμφίβ. λέξη, που θεωρείται ότι προέρχεται από το μάτιον, μερίδα φαγητού· άλλοι διαβάζουν ματτυο-λοιχός, αυτός που καταβροχθίζει τις λιχουδιές).
Russian (Dvoretsky)
μᾱτιολοιχός: Arph. v. l. = ματτυολοιχός.
Middle Liddell
μᾱτιο-λοιχός, οῦ, ὁ,
a devourer of meal, Ar. (A dubious word, said to be derived from μάτιον a measure of meal. Others read ματτυό-λοιχος, a licker up of dainties.)