ὀρεσσιβάτης: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζον → there is no greater pain than grief
(3b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀρεσσῐβάτης:''' ου, дор. ᾱ (βᾰ) adj. m Soph., Anth. = [[ὀρειβάτης]]. | |elrutext='''ὀρεσσῐβάτης:''' ου, дор. ᾱ (βᾰ) adj. m Soph., Anth. = [[ὀρειβάτης]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὀρεσσῐ-[[βάτης]], ου, ὁ, [poetic for [[ὀρεσιβάτης]]<br />[[mountain]] [[roaming]], Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:25, 9 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, poet. for Ορεσιβάτης,
A mountain-roaming, Πανὸς ὀρεσσιβάτα (Dor. gen.) S.OT 1100 (lyr.), cf. Ant.350 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 373] ὁ, = ὀρειβάτης; Πάν, Soph. O. R. 1100; θήρ, Ant. 349; ταρσός, Agath. 92 (VII, 578).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρεσσῐβάτης: ὁ, ποιητ. ἀντὶ ὀρεσιβάτης, ὁ ἀνὰ τὰ ὄρη περιφερόμενος, Πανὸς ὀρεσσιβάτα (Δωρικ. γεν.) Σοφ. Ο. Τ. 1100, πρβλ. Ἀντ. 350.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
c. ὀρειβάτης.
Greek Monolingual
ὀρεσσιβάτης, ὁ (Α)
βλ. ορειβάτης.
Greek Monotonic
ὀρεσσῐβάτης: ὁ, ποιητ. αντί ὀρεσιβάτης, αυτός που περιφέρεται στα βουνά, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρεσσῐβάτης: ου, дор. ᾱ (βᾰ) adj. m Soph., Anth. = ὀρειβάτης.
Middle Liddell
ὀρεσσῐ-βάτης, ου, ὁ, [poetic for ὀρεσιβάτης
mountain roaming, Soph.