κισσοστεφής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
(3)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κισσοστεφής:''' Anacr. = [[κισσοστέφανος]].
|elrutext='''κισσοστεφής:''' Anacr. = [[κισσοστέφανος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κισσο]]-στεφής, ές [[στέφω]] = κισσοστέφᾰνος, Anacreont.]
}}
}}

Revision as of 13:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσοστεφής Medium diacritics: κισσοστεφής Low diacritics: κισσοστεφής Capitals: ΚΙΣΣΟΣΤΕΦΗΣ
Transliteration A: kissostephḗs Transliteration B: kissostephēs Transliteration C: kissostefis Beta Code: kissostefh/s

English (LSJ)

ές, = foreg., Anacreont.46.5: κιττ-, Alciphr.3.48.

German (Pape)

[Seite 1443] ές, mit Epheu gekränzt; Anacr. 46, 5; Alciphr. 3, 48.

Greek (Liddell-Scott)

κισσοστεφής: -ές, = τῷ προηγ., Ἀνακρ. 49. 5· κιττ-, Ἀλκίφρ. 3. 48.

Greek Monolingual

-ές (Α κισσοστεφής και κιττοστεφής, -ές)
στεφανωμένος με κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -στεφής (< στέφος), πρβλ. πυρι-στεφής, ροδο-στεφής].

Greek Monotonic

κισσοστεφής: -ές (στέφω), = το προηγ., σε Ανακρεόν.

Russian (Dvoretsky)

κισσοστεφής: Anacr. = κισσοστέφανος.

Middle Liddell

κισσο-στεφής, ές στέφω = κισσοστέφᾰνος, Anacreont.]