διφθέρινος: Difference between revisions

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
(1b)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''διφθέρινος:''' сделанный из кож или шкур, кожаный (σχεδίαι Xen.).
|elrutext='''διφθέρινος:''' сделанный из кож или шкур, кожаный (σχεδίαι Xen.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[διφθέρινος]], η, ον <i>adj</i> [from [[διφθέρα]]<br />of tanned [[leather]], Xen.
}}
}}

Revision as of 14:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διφθέρινος Medium diacritics: διφθέρινος Low diacritics: διφθέρινος Capitals: ΔΙΦΘΕΡΙΝΟΣ
Transliteration A: diphthérinos Transliteration B: diphtherinos Transliteration C: diftherinos Beta Code: difqe/rinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of tanned leather, σχεδίαι X.An.2.4.28; πλοῖα Str. 3.3.7.

German (Pape)

[Seite 645] von Fellen, ledern; σχεδίαι Xen. An. 2, 4, 28; πλοῖα Strab. 3, 3, 7.

Greek (Liddell-Scott)

διφθέρινος: -η, -ον, ἐκ κατειργασμένου δέρματος κατεσκευασμένος, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 28, Στράβων 155.

French (Bailly abrégé)

η, ου;
de peau, de cuir.
Étymologie: διφθέρα.

Spanish (DGE)

-η, -ον
de piel curtida σχεδίαι X.An.2.4.28, πλοῖα Str.3.3.7.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α διφθέρινος, -η, -ον)
ο κατασκευασμένος από διφθέρα, δερμάτινος.

Greek Monotonic

διφθέρινος: -η, -ον, κατασκευασμένος από κατεργασμένο δέρμα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

διφθέρινος: сделанный из кож или шкур, кожаный (σχεδίαι Xen.).

Middle Liddell

διφθέρινος, η, ον adj [from διφθέρα
of tanned leather, Xen.