μεταμίγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
(3)
(1ba)
Line 13: Line 13:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μεταμίγνῡμι:''' смешивать (τινί τι Hom.).
|elrutext='''μεταμίγνῡμι:''' смешивать (τινί τι Hom.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[μίξω]]<br />to mix [[among]], [[confound]] with, τί τινι Od.
}}
}}

Revision as of 14:58, 9 January 2019

German (Pape)

[Seite 150] (s. μίγνυμι), dazwischen, darunter mischen, τινί τι, z. B. κτήμαθ', ὁπόσσα τοι ἔστι, τοῖσιν Ὀδυσσῆος μεταμίξομεν, Od. 22, 221.

Greek (Liddell-Scott)

μεταμίγνυμι: προσθέτω τι εἰς ἄλλο, ἀναμιγνύω αὐτὸ μὲ τὸ ἄλλο, [τὰ σὰ κτήματα] τοῖσιν Ὀδυσσῆος μεταμίξομεν Ὀδ. Χ. 221.

French (Bailly abrégé)

mélanger avec : τινί τι mêler une chose avec une autre.
Étymologie: μετά, μίγνυμι.

Greek Monotonic

μεταμίγνυμι: μέλ. -μίξω, αναμειγνύω μεταξύ, ανακατεύω κάτι με κάτι άλλο, τί τινι, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

μεταμίγνῡμι: смешивать (τινί τι Hom.).

Middle Liddell

fut. -μίξω
to mix among, confound with, τί τινι Od.