ἐκθεραπεύω: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(2)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐκθερᾰπεύω:''' <b class="num">1)</b> совершенно вылечивать, исцелять (τὴν καχεξίαν τινός Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> заботами снискивать привязанность, привязывать к себе (τινά Aeschin., Diod., Plut.).
|elrutext='''ἐκθερᾰπεύω:''' <b class="num">1)</b> совершенно вылечивать, исцелять (τὴν καχεξίαν τινός Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> заботами снискивать привязанность, привязывать к себе (τινά Aeschin., Diod., Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω strengthd. for [[θεραπεύω]]<br />to [[gain]] [[over]] [[entirely]], Aeschin., Plut.
}}
}}

Revision as of 15:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκθερᾰπεύω Medium diacritics: ἐκθεραπεύω Low diacritics: εκθεραπεύω Capitals: ΕΚΘΕΡΑΠΕΥΩ
Transliteration A: ektherapeúō Transliteration B: ektherapeuō Transliteration C: ektherapeyo Beta Code: e)kqerapeu/w

English (LSJ)

strengthd. for θεραπεύω:    1 cure perfectly, Plb.3.88.1, Agath.1.15 :—Med., get oneself quite cured, Hp.Vict.3.83.    2 gain over, Aeschin.1.169, D.S.14.19, Plu.Sol.31, PSI6.614.5(iii B.C.), Agath.Praef.p.137D. ; τινὰς φιλανθρωπίαις D.H.5.76 :—Pass., παρὰ τῶν κληρονόμων Cod.Just.1.3.45.6.    3 Pass., to be complied with, Agath.5.10.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκθερᾰπεύω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ θεραπεύω: 1) ἐντελῶς θεραπεύω, Πολύβ. 3. 88, 1. - Μεσ. ἐντελῶς θεραπεύομαι, λαμβάνω θεραπείαν, Ἱππ. 374, 55. 2) διὰ θεραπειῶν καθιστῶ τινα φίλον μου, Αἰσχίν. 24. 15, Πλουτ. Σόλων 31.

French (Bailly abrégé)

se concilier à force de soins : τινά τινι qqn par qch (présents, etc.).
Étymologie: ἐκ, θεραπεύω.

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. ἐχθ- PSI 614.5 (III a.C.)
1 medic. curar perfectamente, dar un tratamiento completo (ἡ σάρξ) θερμαίνεταί τε καὶ ἀλγεῖ ... ἢν μή τις ἐκθεραπεύσῃ ὀρθῶς Hp.Vict.2.66, τῇ διαίτῃ τῇ αὐτέῃ ἐκθεραπεύειν Hp.Mul.2.133, τὰ ... ἀνυστὰ νοσήματα Hp.Morb.1.6, τὴν καχεξίαν αὐτῶν (τῶν ἵππων) Plb.3.88.1, γένος (φαρμάκων) ἐκθεραπεύειν δυνάμενον ἕλκη Gal.12.707, cf. 14.647
en v. med.-pas. seguir totalmente un tratamiento οὐ χρὴ προΐεσθαι ἐς τοῦτο, ἀλλ' ἐκθεραπεύεσθαι πρότερον ὧδε no hay que dejarse llegar a ese punto, sino antes seguir bien el siguiente tratamiento Hp.Vict.3.83, cf. 70, ὅταν ... ἐκ τῶν βαλανείων ἐκθεραπεύηται Gal.9.356
fig. ὡς ἂν ... τὸ δεδιὸς ἐκθεραπεύσοι por ver si podía disipar del todo el miedo Agath.1.15.11, en v. pas. μοι ... ὁ τῆς ἱστορίας ἐκτεθεράπευται νόμος las reglas de composición histórica están respetadas por mí Agath.5.10.7.
2 granjearse, lisonjear τὸν παῖδα (τὸν Ἀλέξανδρον) Aeschin.1.169, καλῶς ποιήσεις ἐχθεραπεύσας αὐτόν PSI l.c., τοὺς στρατιώτας D.S.14.19, cf. D.H.5.76, τοὺς τὸ συνέδριον συνέχοντας D.S.40.1, πολλαῖς κολακείαις ... τοὺς ἀπόρους D.H.4.40, cf. I.AI 15.205, τὸν Σόλωνα Plu.Sol.31, τὸ ἀεὶ κρατοῦν Agath.proem.19, en v. pas. οὕτως ἐξεθεραπεύθησαν (οἱ δημόται) ὑπ' αὐτοῦ ταῖς εὐεργεσίαις D.H.4.3.

Greek Monolingual

ἐκθεραπεύω (Α)
1. θεραπεύω εντελώς
2. με περιποιήσεις κάνω φίλο μου κάποιον.

Greek Monotonic

ἐκθερᾰπεύω: μέλ. -σω, επιτετ. αντί θεραπεύω, θεραπεύω εντελώς, σε Αισχίν, Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκθερᾰπεύω: 1) совершенно вылечивать, исцелять (τὴν καχεξίαν τινός Polyb.);
2) заботами снискивать привязанность, привязывать к себе (τινά Aeschin., Diod., Plut.).

Middle Liddell

fut. σω strengthd. for θεραπεύω
to gain over entirely, Aeschin., Plut.