νήκερως: Difference between revisions

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source
(5)
(1ba)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νήκερως:''' -ων (νη-, [[κέρας]]), αυτός που δεν έχει κέρατα· Επικ. ονομ. πληθ. <i>νήκεροι</i>, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''νήκερως:''' -ων (νη-, [[κέρας]]), αυτός που δεν έχει κέρατα· Επικ. ονομ. πληθ. <i>νήκεροι</i>, σε Ησίοδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νή-κερως, ων, [νη-, [[κέρας]]<br />not [[horned]], epic nom. pl. νήκεροι Hes.
}}
}}

Revision as of 15:30, 9 January 2019

German (Pape)

[Seite 251] ωτος, ohne Hörner, ungehörnt (?).

Greek (Liddell-Scott)

νήκερως: -ων, (νη-) ἄνευ κεράτων, ὁ μὴ ἔχων κέρατα, Ἐπικ. ὀνομ. πληθ. νήκεροι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 527.

French (Bailly abrégé)

ως, ων;
sans cornes.
Étymologie: νη-, κέρας.

Greek Monolingual

νήκερως, -ων και επικ. τ. πληθ. αρσ. νήκεροι (Α)
αυτός που δεν έχει κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -κέρως (< κέρας, -ατος), πρβλ. ά-κερως, δί-κερως].

Greek Monotonic

νήκερως: -ων (νη-, κέρας), αυτός που δεν έχει κέρατα· Επικ. ονομ. πληθ. νήκεροι, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

νή-κερως, ων, [νη-, κέρας
not horned, epic nom. pl. νήκεροι Hes.