τετρόργυιος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution

Source
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τετρόργυιος:''' -ον ([[ὄργυια]]), αυτός που αποτελείται από [[τέσσερις]] οργιές, σε Ανθ.
|lsmtext='''τετρόργυιος:''' -ον ([[ὄργυια]]), αυτός που αποτελείται από [[τέσσερις]] οργιές, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τετρ-όργυιος, ον, [[ὄργυια]]<br />of [[four]] fathoms, Anth.
}}
}}

Revision as of 15:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρόργυιος Medium diacritics: τετρόργυιος Low diacritics: τετρόργυιος Capitals: ΤΕΤΡΟΡΓΥΙΟΣ
Transliteration A: tetrórgyios Transliteration B: tetrorguios Transliteration C: tetrorgyios Beta Code: tetro/rguios

English (LSJ)

ον,

   A of four fathoms, AP6.223 (Antip.): cf. τετρώρυγος.

German (Pape)

[Seite 1100] = τετραόργυιος, Xen. Cyn. 2, 5.

Greek (Liddell-Scott)

τετρόργυιος: -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων ὀργυιῶν, Ἀνθ. Π. 6. 223· ἴδε τετρώρυγος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. τετραόργυιος.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. τετραόργυιος.

Greek Monotonic

τετρόργυιος: -ον (ὄργυια), αυτός που αποτελείται από τέσσερις οργιές, σε Ανθ.

Middle Liddell

τετρ-όργυιος, ον, ὄργυια
of four fathoms, Anth.