ἀνακτορία: Difference between revisions
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
(1) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνακτορία:''' ион. ἀνακτορίη ἡ управление (sc. ἵππων HH). | |elrutext='''ἀνακτορία:''' ион. ἀνακτορίη ἡ управление (sc. ἵππων HH). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἀνάκτωρ]]<br />[[management]] of horses, Hhymn. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:50, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ, (ἀνάκτωρ)
A lordship, rule, A.R.1.839; management of horses, h.Ap.234.
German (Pape)
[Seite 194] die Lenkung, ἴππων H. h. Apoll. 234; Herrschaft, Ap. Rh. 1, 839 u. a. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακτορία: ἡ, (ἀνάκτωρ), ἡγεμονία, κυριότης, κυβέρνησις, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 839: ἵππων διοίκησις, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 234.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 action de diriger (un cheval);
2 fig. souveraineté.
Étymologie: ἀνάκτωρ.
Greek Monolingual
ἀνακτορία, η (ΑΜ) ἀνάκτωρ
1. το αξίωμα του άνακτος, εξουσία, ηγεμονία
2. διοίκηση του ιππικού.
Greek Monotonic
ἀνακτορία: ἡ (ἀνάκτωρ), διαχείριση αλόγων, χειρισμός, διαφέντευσή τους, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακτορία: ион. ἀνακτορίη ἡ управление (sc. ἵππων HH).
Middle Liddell
ἀνάκτωρ
management of horses, Hhymn.