ἀνέλεος: Difference between revisions
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(1) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνέλεος:''' NT = [[ἀνελεήμων]]. | |elrutext='''ἀνέλεος:''' NT = [[ἀνελεήμων]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[unmerciful]], NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:59, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A unmerciful, Ep.Jac.2.13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέλεος: -ον, ὁ ἄνευ ἐλέους, Ἐπιστ. Ἰακώβ. βϳ, 13 Lachm (κοινῶς ἀνίλεως).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans pitié, sans compassion.
Étymologie: ἀ, ἔλεος.
Spanish (DGE)
-ον
inmisericorde, implacable ἡ γὰρ κρίσις ἀνέλεος τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος pues el juicio (será) implacable para quien no tuvo misericordia, Ep.Iac.2.13.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνέλεος, -ον)
χωρίς οίκτο, ανηλεής, σκληρόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έλεος. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του Γένους Ευγένιο Βούλγαρι].
Greek Monotonic
ἀνέλεος: -ον, ανελέητος, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἀνέλεος: NT = ἀνελεήμων.
Middle Liddell
unmerciful, NTest.