ἀπότευξις: Difference between revisions
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
(1b) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀπότευξις:''' εως ἡ неудача, провал, крушение Plat., Plut. | |elrutext='''ἀπότευξις:''' εως ἡ неудача, провал, крушение Plat., Plut. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἀποτυγχάνω]]<br />a [[failure]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:35, 9 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A miscarriage, failure, Pl.Ax.368d, Phld.Mus.p.14K.(pl.); ἐλπίδος Plu.Galb.23; of an electoral defeat, Id.Mar.5.
German (Pape)
[Seite 330] ἡ, das Mißlingen, Plat. Axioch. 368 c; Plut. Mar. 5 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπότευξις: -εως, ἡ, ἀποτυχία, Πλάτ. Ἀξ. 368C· ἐλπίδος Πλουτ. Γάλβ. 23: - ἀποτευκτικός, ή, όν, προξενῶν ἀποτυχίαν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 6, 6 καὶ 26, 14: - ἀποτευκτέω, = ἀποτυγχάνω, Φώτ., ἀλλ’ ἴδε Λοβ. Φρύν. 395.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
échec, insuccès.
Étymologie: ἀποτυγχάνω.
Greek Monolingual
ἀπότευξις, η (Α) αποτυγχάνω
αποτυχία.
Greek Monotonic
ἀπότευξις: -εως, ἡ (ἀπο-τυγχάνω), αποτυχία, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπότευξις: εως ἡ неудача, провал, крушение Plat., Plut.
Middle Liddell
ἀποτυγχάνω
a failure, Plut.