ἀσπιδόδουπος: Difference between revisions
παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο → spare me this | let this cup pass from me
(1b) |
(1a) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀσπῐδόδουπος:''' сопровождающийся бряцанием щитов (δρόμοι Pind.). | |elrutext='''ἀσπῐδόδουπος:''' сопровождающийся бряцанием щитов (δρόμοι Pind.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=clattering with shields, Pind. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:45, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A clattering with shields, Pi.I.1.23.
German (Pape)
[Seite 373] schildrauschend, δρόμος, Waffenlauf, Pind. I. 1, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπῐδόδουπος: -ον, ὁ διὰ τῶν ἀσπίδων ποιῶν δοῦπον, κρότον, ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις ἐν δρόμοις Πινδ. Ι. 1. 32· πρβλ. ὁπλίτης 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui retentit du bruit du bouclier.
Étymologie: ἀσπίς, δοῦπος.
English (Slater)
ἀσπῐδόδουπος
1 with ringing shields ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις (I. 1.23)
Spanish (DGE)
(ἀσπῐδόδουπος) -ον
de escudos resonantes ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις Pi.I.1.23.
Greek Monolingual
ἀσπιδόδουπος, -ον (Α)
αυτός που προξενεί κρότο με την ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς(-ίδος) + δούπος «θόρυβος»].
Greek Monotonic
ἀσπῐδόδουπος: -ον, αυτός που κάνει κρότο, θορυβεί με τις ασπίδες, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀσπῐδόδουπος: сопровождающийся бряцанием щитов (δρόμοι Pind.).
Middle Liddell
clattering with shields, Pind.