βέλτατος: Difference between revisions
From LSJ
τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man
(1b) |
(nl) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βέλτᾰτος:''' Aesch. = [[βέλτιστος]]. | |elrutext='''βέλτᾰτος:''' Aesch. = [[βέλτιστος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[βέλτατος]] -η -ον poët. voor [[βέλτιστος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:05, 9 January 2019
French (Bailly abrégé)
η, ον :
c. βέλτιστος.
Étymologie: cf. βέλτερος.
Spanish (DGE)
-η, -ον
sup. de ἀγαθός q.u., subst. τὸ β. lo mejor A.Supp.1054, ἀστῶν τῶν ἐμῶν τὰ βέλτατα A.Eu.487, στρατοῦ τὰ βέλτατα A.Fr.132c.14, v. tb. βέλτιστος.
Greek Monolingual
-η, -ον βέλτατος, -η, -ον (ποιητ.) (Α)
υπερθ. του αγαθός, ο άριστος, ο καλύτερος απ' όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βέλτερος.
Russian (Dvoretsky)
βέλτᾰτος: Aesch. = βέλτιστος.