πεντεκαίδεκα: Difference between revisions
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
(nl) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πεντεκαίδεκα [πέντε, καί, δέκα] indecl., vijftien. | |elnltext=πεντεκαίδεκα [πέντε, καί, δέκα] indecl., vijftien. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[fifteen]], Hdt., etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 January 2019
English (LSJ)
οἱ, αἱ, τά, indecl.,
A fifteen, Simon. 125, Th.3.94, Pl.R. 540a, etc. ; οἱ π. ἄνδρες, quindecimviri sacris faciundis, D.C.53.1, cf. 42.51 ; ἱερεῖς οἱ π. καλούμενοι Id.44.15.
German (Pape)
[Seite 557] funfzehn; Her. 1, 203; Plat. Rep. VII, 540 a u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
πεντεκαίδεκα: οἱ, αἱ, τά, ἄκλιτον, δέκα καὶ πέντε, κοινῶς δεκαπέντε, Σιμωνίδ. 154, Ἡρόδ. 1. 153. κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
(οἱ, αἱ, τά)
indécl.
quinze.
Étymologie: πέντε, καί, δέκα.
Greek Monolingual
και πεδεκαίδεκα
άκλ.
1. (ως απόλ. αριθμτ.) ποσό που αποτελείται από μια δεκάδα και πέντε μονάδες
2. (με αρθρ. αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πεντεκαίδεκα
(ενν. ἄνδρες) δεκαπέντε ιερείς επικεφαλής τών ναών και φύλακες τών χρησμών της Σίβυλλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. πέντε καί δέκα.
Russian (Dvoretsky)
πεντεκαίδεκα: οἱ, αἱ, τά indecl. пятнадцать Her. etc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεντεκαίδεκα [πέντε, καί, δέκα] indecl., vijftien.
Middle Liddell
fifteen, Hdt., etc.