λαμπετάω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(3)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''λαμπετάω:''' (только part. praes.) светить, сиять ([[ὄσσε]] δὲ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι [[ἐΐκτην]] Hom.).
|elrutext='''λαμπετάω:''' (только part. praes.) светить, сиять ([[ὄσσε]] δὲ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι [[ἐΐκτην]] Hom.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λαμπετάω]], = [[λάμπω]]<br />to [[shine]], only in epic [[part]]. [[λαμπετόων]], [[shining]], [[ὄσσε]] δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι [[ἐΐκτην]] Hom.
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαμπετάω Medium diacritics: λαμπετάω Low diacritics: λαμπετάω Capitals: ΛΑΜΠΕΤΑΩ
Transliteration A: lampetáō Transliteration B: lampetaō Transliteration C: lampetao Beta Code: lampeta/w

English (LSJ)

   A = λάμπω, shine, only in Ep. part. λαμπετόων shining, ὄσσε δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐΐκτην Il.1.104 = Od.4.662, cf. Hes.Sc. 390; ἄστρα λαμπετόωντα Id.Th.110; τείρεα λ. A.R.3.1362.

German (Pape)

[Seite 12] poet. = λάμπω, nur im partic., leuchten, ὄσσε δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐΐκτην Il. 1, 104 Od. 4, 662; Hes. Sc. 390; ἄστρα λαμπετόωντα Th. 310, wie τείρεα λαμπ. Ap. Rh. 3, 1362; a. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

λαμπετάω: λάμπω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ Ἐπικ. μετοχὴν λαμπετόων, = λάμπων, ὄσσε δὲ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐΐκτην Ἰλ. Α. 104, Ὀδ. Δ. 662, Ἡσιόδ., Ἀσπ. Ἡρ. 390· - ἄστρα λαμπετόωντα ὁ αὐτ. ἐν Θ. 110· τείρεα λ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1362.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
briller.
Étymologie: λάμπω.

English (Autenrieth)

λάμπω.

Greek Monotonic

λαμπετάω: = λάμπω, χρησιμ. μόνο στην Επικ. μτχ. λαμπετόων, αυτός που λάμπει, ὄσσε δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐΐκτην, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

λαμπετάω: (только part. praes.) светить, сиять (ὄσσε δὲ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐΐκτην Hom.).

Middle Liddell

λαμπετάω, = λάμπω
to shine, only in epic part. λαμπετόων, shining, ὄσσε δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐΐκτην Hom.