βασσαρικός: Difference between revisions

From LSJ

φύσει γὰρ ἄνθρωπος ὃ βούλεται, τοῦτο καί οἴεται → it's human nature: what you want, you believe

Source
(1b)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''βασσᾰρικός:''' Anth. = [[βακχεῖος]].
|elrutext='''βασσᾰρικός:''' Anth. = [[βακχεῖος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[βακχικός]], Anth.]
}}
}}

Revision as of 20:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βασσαρικός Medium diacritics: βασσαρικός Low diacritics: βασσαρικός Capitals: ΒΑΣΣΑΡΙΚΟΣ
Transliteration A: bassarikós Transliteration B: bassarikos Transliteration C: vassarikos Beta Code: bassariko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A = βακχικός, θίασος AP6.165 (Phalaec.): βασσαρικά, τά, = Διονυσιακά, Soterich. ap. Suid.

German (Pape)

[Seite 438] bacchantisch, θίασος Phalaec. 3 (VI, 165).

Greek (Liddell-Scott)

βασσαρικός: -ή, -όν, =βακχικός, Ἀνθ. ΙΙ.6.165· τὰ βασσαρικὰ= τὰ Διανυσιακὰ Σωτήριχ. παρὰ Σουΐδ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 báquico, dionisíaco θίασος AP 6.165 (Phal.).
2 subst. Βασσαρικά Basáricas, Dionisíacas tít. de una obra de Sotérico, Sud.s.u. Σωτήριχος.

Greek Monolingual

βασσαρικός, -ή, -όν (Α) βασσάρα
ο βακχικός.

Greek Monotonic

βασσαρικός: -ή, -όν, βακχικός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βασσᾰρικός: Anth. = βακχεῖος.

Middle Liddell

= βακχικός, Anth.]