ἀχθοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(1b)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀχθοφόρος:''' таскающий тяжести, вьючный (κτήνεα Her.).
|elrutext='''ἀχθοφόρος:''' таскающий тяжести, вьючный (κτήνεα Her.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φέρω]]<br />[[bearing]] burdens, Hdt.
}}
}}

Revision as of 20:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχθοφόρος Medium diacritics: ἀχθοφόρος Low diacritics: αχθοφόρος Capitals: ΑΧΘΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: achthophóros Transliteration B: achthophoros Transliteration C: achthoforos Beta Code: a)xqofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A bearing burdens, κτήνεα Hdt.7.187; ὑποζύγια D.H.1.85; μύρμηκες Ael.NA 2.25.    II as Subst., porter, Gell.5.3.2, Luc.Herod.5.

German (Pape)

[Seite 418] lasttragend, κτήνεα Her. 7, 187 u. Sp., wie Ael. H. A. 2, 25.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχθοφόρος: -ον, (φέρω) ὁ φέρων φορτία, κτήνεα Ἡρόδ. 7. 187· ὑποζύγια Διον. Ἁλ. 1. 85, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀχθοφόρος, Τουρκ. «χαμάλης», Γέλλ. 5. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte des fardeaux.
Étymologie: ἄχθος, φέρω.

Spanish (DGE)

-ον
que lleva la carga, de anim. de carga κτήνεα Hdt.7.187, ὑποζύγια D.H.1.85, ἡμίονοι, κάμηλοι D.S.17.71, μύρμηκες οἱ ἀχθοφόροι frente a οἱ κοῦφοι Ael.NA 2.25, de vehículos ἅμαξαι frente a ἅρματα Nonn.D.4.288, ναῦς Socr.Sch.HE 7.37
de pers., gener. subst. o c. ἀνήρ cargador, mozo de cuerda Luc.Herod.5, Poll.7.130, Gal.3.267, D.C.62.6.2, Man.4.251, 443, Nonn.D.20.166, Agath.4.30.7
ref. a una sirvienta ἀχθοφόρου διὰ κόλπου en su regazo propio para la carga Nonn.D.3.85, fig. περινοστεῖτε βαρεῖς κριταὶ καὶ ἀσθενεῖς ἀχθοφόροι Ast.Am.Hom.13.4.3.

Greek Monolingual

ο (Α ἀχθοφόρος, -ον)
ο εργάτης που μεταφέρει φορτία
αρχ.
φρ. «κτήνεα ἀχθοφόρα», «ὑποζύγια ἀχθοφόρα» — ζώα που χρησιμοποιούνται για να μεταφέρουν φορτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άχθος + -φορος < φέρω.

Greek Monotonic

ἀχθοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που σηκώνει φορτία, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀχθοφόρος: таскающий тяжести, вьючный (κτήνεα Her.).

Middle Liddell

φέρω
bearing burdens, Hdt.