γραῖος: Difference between revisions

From LSJ

Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning

Source
(3)
(1a)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γραῖος:''' -α, -ον, συνηρ. αντί [[γεραιός]]· <i>σταφυλὴ [[γραίη]]</i>, [[σταφίδα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''γραῖος:''' -α, -ον, συνηρ. αντί [[γεραιός]]· <i>σταφυλὴ [[γραίη]]</i>, [[σταφίδα]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[contr. from γέραιος]<br />σταφυλὴ γραίη raisins, Anth.
}}
}}

Revision as of 20:45, 9 January 2019

German (Pape)

[Seite 503] (für γεραιός), ion. γρήϊος, alt; γρήϊον εἶδος Call. frg.; sonst nur fem. (vgl. γραῖα); σταφυλὴ γραίη, Rosine, Philp. 10 (VI, 231); von Sachen, Theocr. 15, 19; vgl. Rhian. bei Stob. fl. 4, 34 (V. 19); ἄλλοτε μὲν γραίῃσι νεωτέρη, ἄλλοτε δ' αὖτε ὁπλοτέρῃσι γρηῦς ἐφίσταται ἀμπλακίῃσιν.

Greek (Liddell-Scott)

γραῖος: α,ον, συνῃρ.ἀντὶ τοῦ γεραιός , θηλ. γραίᾱ Θεόκρ.7.126· σταφυλὴ γραίῃ , σταφίς,Ἀνθ. Π. 6.231. Ἄλλως ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἰων. τύπῳ γρήϊος Καλλ. παρὰ τῷ Χοιροβ.·- τὸ θηλ. γραῖα (ὡς ὁ τόνος δεικνύει) δὲν ἀνήκει ἐνταῦθα, δύναται ὅμως νὰ ἀνήκῃ ἐνταῦθα τὸ Ὁμηρ. γραίη.

Greek Monotonic

γραῖος: -α, -ον, συνηρ. αντί γεραιός· σταφυλὴ γραίη, σταφίδα, σε Ανθ.

Middle Liddell

[contr. from γέραιος]
σταφυλὴ γραίη raisins, Anth.