διερείδομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270
(4)
(1a)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διερείδομαι:''' μέλ. <i>-είσομαι</i>, Μέσ., γέρνω, [[κλίνω]] πάνω σε, στηρίζομαι, [[ακουμπώ]], <i>τινι</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''διερείδομαι:''' μέλ. <i>-είσομαι</i>, Μέσ., γέρνω, [[κλίνω]] πάνω σε, στηρίζομαι, [[ακουμπώ]], <i>τινι</i>, σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -είσομαι<br />Mid. to [[lean]] [[upon]], τινι Eur.
}}
}}

Revision as of 21:05, 9 January 2019

Greek Monolingual

(AM διερείδομαι) ερείδω
μέσ. στηρίζομαι, ακουμπώ
αρχ.
1. υποστηρίζω, υποστυλώνω
2. μέσ. αντιστέκομαι
3. κρατώ σε απόσταση, χωριστά.

Greek Monotonic

διερείδομαι: μέλ. -είσομαι, Μέσ., γέρνω, κλίνω πάνω σε, στηρίζομαι, ακουμπώ, τινι, σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. -είσομαι
Mid. to lean upon, τινι Eur.