διερείδομαι

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source

Middle Liddell

fut. -είσομαι
Mid. to lean upon, τινι Eur.

French (Bailly abrégé)

s'appuyer sur, τινι : δ. πρός τι résister fortement à qch.
Étymologie: διά, ἐρείδω.

Greek Monolingual

(AM διερείδομαι) ερείδω
μέσ. στηρίζομαι, ακουμπώ
αρχ.
1. υποστηρίζω, υποστυλώνω
2. μέσ. αντιστέκομαι
3. κρατώ σε απόσταση, χωριστά.

Greek Monotonic

διερείδομαι: μέλ. -είσομαι, Μέσ., γέρνω, κλίνω πάνω σε, στηρίζομαι, ακουμπώ, τινι, σε Ευρ.