δικογραφία: Difference between revisions
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(1b) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δῐκογρᾰφία:''' ἡ составление судебных речей Isocr. | |elrutext='''δῐκογρᾰφία:''' ἡ составление судебных речей Isocr. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=δῐκο-γρᾰφία, ἡ, <i>n</i> [[γράφω]]<br />the [[composition]] of lawspeeches, Isocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:05, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A composition of forensic speeches, Isoc.15.2.
German (Pape)
[Seite 629] ἡ, Isocr. 15, 2, das Schreiben von Proceßredensür Andere.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκογρᾰφία: ἡ, ἡ σύνθεσις δικανικῶν λόγων, Ἰσοκρ. 310Β.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
plaidoyer rédigé pour autrui.
Étymologie: δίκη, γράφω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
composición de discursos forenses para otros, oratoria forense Isoc.15.2, cf. Philostr.VS 497.
Greek Monolingual
η (Α δικογραφία) δικογράφος
νεοελλ.
το σύνολο τών επίσημων εγγράφων δικαστικής υποθέσεως
αρχ.
σύνταξη δικαστικών λόγων.
Greek Monotonic
δῐκογρᾰφία: ἡ (γράφω), σύνθεση δικανικών λόγων, σε Ισοκρ.
Russian (Dvoretsky)
δῐκογρᾰφία: ἡ составление судебных речей Isocr.
Middle Liddell
δῐκο-γρᾰφία, ἡ, n γράφω
the composition of lawspeeches, Isocr.