ἐμπορευτέα: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(1ab) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐμπορευτέα:''' ρημ. επίθ., αυτή που πρέπει [[κάποιος]] να βηματίσει ή να διαβεί, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἐμπορευτέα:''' ρημ. επίθ., αυτή που πρέπει [[κάποιος]] να βηματίσει ή να διαβεί, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[from [[ἐμπορεύομαι]] <i>adj</i> verb. adj. of [[ἐμπορεύομαι]]<br />one must go or [[tramp]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:45, 9 January 2019
English (LSJ)
A one must tramp, Ar.Ach.480.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπορευτέα: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ πορευθῇ, ν’ ἀπέλθῃ, ὦ θύμ’, ἄνευ σκάνδικος ἐμπορευτέα Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 480.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de ἐμπορεύομαι.
Spanish (DGE)
hay que partir, hay que ponerse en camino, ἄνευ σκάνδικος ἐ. Ar.Ach.480.
Greek Monotonic
ἐμπορευτέα: ρημ. επίθ., αυτή που πρέπει κάποιος να βηματίσει ή να διαβεί, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
[from ἐμπορεύομαι adj verb. adj. of ἐμπορεύομαι
one must go or tramp, Ar.