ἐπεισαγώγιμος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ χερσαῖον εἰς τὰ σφέτερα ἤθη καὶ νομοὺς διεξερπύσει → the land animal will crawl away to its own haunts and pastures

Source
(2)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπεισᾰγώγιμος:''' <b class="num">1)</b> ввозимый, привозной ([[σῖτος]] Dem.; [[ἀγορά]] Plut.): τὰ ἐπεισαγώγιμα Plat. ввозные товары;<br /><b class="num">2)</b> поступающий извне ([[θερμότης]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> иноземный, чужой ([[γένος]] Eur.; ἐ. καὶ [[βάρβαρος]] Plut.).
|elrutext='''ἐπεισᾰγώγιμος:''' <b class="num">1)</b> ввозимый, привозной ([[σῖτος]] Dem.; [[ἀγορά]] Plut.): τὰ ἐπεισαγώγιμα Plat. ввозные товары;<br /><b class="num">2)</b> поступающий извне ([[θερμότης]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> иноземный, чужой ([[γένος]] Eur.; ἐ. καὶ [[βάρβαρος]] Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπ-εισᾰγώγιμος, ον<br />brought in [[besides]] the products of the [[country]]; τὰ ἐπ. [[imported]] [[wares]], Plat.
}}
}}

Revision as of 22:10, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεισᾰγώγιμος Medium diacritics: ἐπεισαγώγιμος Low diacritics: επεισαγώγιμος Capitals: ΕΠΕΙΣΑΓΩΓΙΜΟΣ
Transliteration A: epeisagṓgimos Transliteration B: epeisagōgimos Transliteration C: epeisagogimos Beta Code: e)peisagw/gimos

English (LSJ)

ον,

   A brought in from abroad, τὰ ἐ. imported wares, Pl.R. 370e.

German (Pape)

[Seite 911] noch dazu eingeführt; τὰ ἐπ., Waareneinfuhr, Plat. Rep. II, 370 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισᾰγώγιμος: -ον, ἐπὶ προϊόντων ἔξωθεν εἰσαγομένων εἴς τινα χώραν, ἀλλὰ μήν, ἦν δ’ ἐγώ, κατοικίσαι γε αὐτὴν τὴν πόλιν εἰς τοιοῦτον τόπον, οὖ ἐπεισαγωγίμων μὴ δεήσεται, σχεδόν τι ἀδύνατον Πλάτ. Πολ. 370Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on importe ; τὰ ἐπεισαγώγιμα PLAT les objets d’importation.
Étymologie: ἐπεισάγω.

Greek Monolingual

ἐπεισαγώγιμος, -ον (Α)
(για προϊόντα) αυτός που εισάγεται από το εξωτερικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισαγώγιμος].

Greek Monotonic

ἐπεισᾰγώγιμος: -ον, αυτός που εισάγεται, ο εισαγόμενος επιπροσθέτως των (εγχώριων) προϊόντων μιας χώρας· τὰ ἐπ., εισαγόμενα κατασκευσμένα είδη, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεισᾰγώγιμος: 1) ввозимый, привозной (σῖτος Dem.; ἀγορά Plut.): τὰ ἐπεισαγώγιμα Plat. ввозные товары;
2) поступающий извне (θερμότης Arst.);
3) иноземный, чужой (γένος Eur.; ἐ. καὶ βάρβαρος Plut.).

Middle Liddell

ἐπ-εισᾰγώγιμος, ον
brought in besides the products of the country; τὰ ἐπ. imported wares, Plat.