ἐπίμυκτος: Difference between revisions

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
(4)
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίμυκτος:''' -ον ([[ἐπιμύζω]]), [[γελασμένος]], αξιογέλαστος, σε Θέογν.
|lsmtext='''ἐπίμυκτος:''' -ον ([[ἐπιμύζω]]), [[γελασμένος]], αξιογέλαστος, σε Θέογν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπίμυκτος]], ον [[ἐπιμύζω]]<br />scoffed at, Theogn.
}}
}}

Revision as of 22:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίμυκτος Medium diacritics: ἐπίμυκτος Low diacritics: επίμυκτος Capitals: ΕΠΙΜΥΚΤΟΣ
Transliteration A: epímyktos Transliteration B: epimyktos Transliteration C: epimyktos Beta Code: e)pi/muktos

English (LSJ)

ον, (ἐπιμύζὠ

   A scoffed at, Thgn.269.

German (Pape)

[Seite 964] verhöhnt, Theogn. 269. Vgl. ἐπιμύζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίμυκτος: -ον, (ἐπιμύζω) ὁ ἐπιμυκτηριζόμενος, Θέογν. 269 (διάφ. γραφ. ἐπίμικτος).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bafoué.
Étymologie: ἐπιμύζω.

Greek Monolingual

ἐπίμυκτος, -ον (Α)
αυτός που επισύρει μυκτηρισμό, χλευασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιμύζω ή επιμύσσω «χλευάζω, περιγελώ»].

Greek Monotonic

ἐπίμυκτος: -ον (ἐπιμύζω), γελασμένος, αξιογέλαστος, σε Θέογν.

Middle Liddell

ἐπίμυκτος, ον ἐπιμύζω
scoffed at, Theogn.