θρασυπτόλεμος: Difference between revisions
From LSJ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
(5) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θρασυπτόλεμος:''' -ον, [[γενναίος]] στον πόλεμο, σε Ανθ. Π. | |lsmtext='''θρασυπτόλεμος:''' -ον, [[γενναίος]] στον πόλεμο, σε Ανθ. Π. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=θρασυ-[[πτόλεμος]], ον<br />[[bold]] in war, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:20, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A bold in war, IG9(1).871 (Corc.).
German (Pape)
[Seite 1216] kriegskühn, Ep. ad. 728 (App. 201).
Greek (Liddell-Scott)
θρασυπτόλεμος: -ον, τολμηρὸς ἐν πολέμῳ, Ἀνθ. Παλατ. παράρτ. 201.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
intrépide à la guerre.
Étymologie: θρασύς, πτόλεμος.
Greek Monolingual
θρασυπτόλεμος, -ον (Α)
τολμηρός στον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + -πτόλεμος (< πτόλεμος), πρβλ. φιλο-πτόλεμος, φυγο-πτόλεμος.
Greek Monotonic
θρασυπτόλεμος: -ον, γενναίος στον πόλεμο, σε Ανθ. Π.