θορυβητικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''θορῠβητικός:''' шумный, шумливый Arph.
|elrutext='''θορῠβητικός:''' шумный, шумливый Arph.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θορῠβητικός, ή, όν<br />[[uproarious]], [[turbulent]], Ar.
}}
}}

Revision as of 23:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θορῠβητικός Medium diacritics: θορυβητικός Low diacritics: θορυβητικός Capitals: ΘΟΡΥΒΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: thorybētikós Transliteration B: thorybētikos Transliteration C: thoryvitikos Beta Code: qorubhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A uproarious, turbulent, Ar. Eq.1380.

German (Pape)

[Seite 1215] Lärm, Unruhe machend, dazu geneigt, Ar. Equ. 1377.

Greek (Liddell-Scott)

θορῠβητικός: -ή, -όν, ταραχώδης, θορυβώδης, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1380.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
bruyant, tapageur.
Étymologie: θορυβέω.

Greek Monolingual

θορυβητικός, -όν, το θηλ. και θορυβητική (Α) θορυβώ
αυτός που δημιουργεί ταραχή, σύγχυση, θόρυβο («καταληπτικὸς τ' ἄριστα τοῡ θορυβητικοῡ» — και ικανότατος να προλαβαίνει τους ακροατές του να μη θορυβούν, Αριστοφ).

Greek Monotonic

θορῠβητικός: -ή, -όν, ταραχώδης, θορυβώδης, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

θορῠβητικός: шумный, шумливый Arph.

Middle Liddell

θορῠβητικός, ή, όν
uproarious, turbulent, Ar.