καλλιπάρηος: Difference between revisions
From LSJ
Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt
(5) |
(1ab) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καλλιπάρηος:''' -ον ([[παρειά]]), αυτός που έχει ωραία μάγουλα, σε Όμηρ. | |lsmtext='''καλλιπάρηος:''' -ον ([[παρειά]]), αυτός που έχει ωραία μάγουλα, σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[καλλι]]-πάρηος, ον [[παρειά]]<br />[[beautiful]]-cheeked, Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 9 January 2019
English (LSJ)
(so, not καλλί-ῃος, in most codd., cf. εὐπάραος) [πᾰ], ον,
A beautiful-cheeked, Χρυσηΐς, Ἑλένη, Il.1.143, Od.15.123; Λητώ Il.24.607, al., cf. B.19.4 (prob. l.), AP9.96(Antip. Thess.):— written καλλι-πάρειος Poll.2.87.
Greek Monolingual
καλλιπάρηος, -ον (Α)
καλλιπάρειος (Χρυσηΐδα καλλιπάρηον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πάρηος (< αμάρτυρο παρηή, παλαιό ιων. τ. του παρειά), πρβλ. μιλτο-πάρηος].
Greek Monotonic
καλλιπάρηος: -ον (παρειά), αυτός που έχει ωραία μάγουλα, σε Όμηρ.