καρποφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
(5)
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καρποφύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ, αυτός που προσέχει, φυλάει τους καρπούς, σε Ανθ.
|lsmtext='''καρποφύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ, αυτός που προσέχει, φυλάει τους καρπούς, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=καρπο-φύ˘λαξ, ακος,<br />[[watcher]] of [[fruit]], Anth.
}}
}}

Revision as of 23:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρποφύλαξ Medium diacritics: καρποφύλαξ Low diacritics: καρποφύλαξ Capitals: ΚΑΡΠΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: karpophýlax Transliteration B: karpophylax Transliteration C: karpofylaks Beta Code: karpofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,

   A watcher of fruit, AP6.22 (Zonas).

German (Pape)

[Seite 1329] ακος, ὁ, Fruchtwächter, Zon. 3 (VI, 22).

Greek (Liddell-Scott)

καρποφύλαξ: ῠ, -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων τοὺς καρπούς, Ἀνθ. Π. 6. 22.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
qui garde les fruits, qui veille sur les fruits.
Étymologie: καρπός, φύλαξ.

Greek Monolingual

καρποφύλαξ, -κος, ὁ (Α)
ο φύλακας τών καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -φύλαξ (< φύλάξ < φυλάσσω), πρβλ. αρχειο-φύλαξ, θησαυρο-φύλαξ.

Greek Monotonic

καρποφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, αυτός που προσέχει, φυλάει τους καρπούς, σε Ανθ.

Middle Liddell

καρπο-φύ˘λαξ, ακος,
watcher of fruit, Anth.