ἱππευτής: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
(2b)
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἱππευτής:''' дор. [[ἱππευτάς]], οῦ (ᾱ) adj. m ездящий верхом, конный (Νομάδες Pind.; [[στρατός]] Eur.).
|elrutext='''ἱππευτής:''' дор. [[ἱππευτάς]], οῦ (ᾱ) adj. m ездящий верхом, конный (Νομάδες Pind.; [[στρατός]] Eur.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἱππευτής]], οῦ,<br />a [[rider]], [[horseman]], Eur. [from [[ἱππεύω]]
}}
}}

Revision as of 23:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππευτής Medium diacritics: ἱππευτής Low diacritics: ιππευτής Capitals: ΙΠΠΕΥΤΗΣ
Transliteration A: hippeutḗs Transliteration B: hippeutēs Transliteration C: ippeftis Beta Code: i(ppeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A rider, horseman, Pi.P.9.123: as Adj., Τρῶες B.12.160; στρατός E.HF408 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱππευτής: -οῦ, ὁ ἱππεύς, ἔφιππος, Πινδ. Π. 9. 217· ἱππευτὴς στρατὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 408.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 qui va à cheval;
2 cavalier.
Étymologie: ἱππεύω.

Greek Monolingual

ἱππευτής, ὁ (Α)
ιππεύω
1. αυτός που ιππεύει, ιππέας, έφιππος
2. ως επίθ. ιππικός, ικανός στην ίππευση και στην ιππομαχία (α. «ἱππευταὶ Τρῶες», Βακχ. β. «ἱππευτὴς στρατός», Ευρ.).

Greek Monotonic

ἱππευτής: -οῦ, ὁ, ιππέας, έφιππος, καβαλάρης, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἱππευτής: дор. ἱππευτάς, οῦ (ᾱ) adj. m ездящий верхом, конный (Νομάδες Pind.; στρατός Eur.).

Middle Liddell

ἱππευτής, οῦ,
a rider, horseman, Eur. [from ἱππεύω