καλλικόμας: Difference between revisions
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καλλῐκόμᾱς:''' adj. m дор. Eur. = [[καλλίκομος]]. | |elrutext='''καλλῐκόμᾱς:''' adj. m дор. Eur. = [[καλλίκομος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[καλλι]]-κόμας, ου, = [[καλλίκομος]], Eur.] | |||
}} | }} |
Revision as of 23:50, 9 January 2019
English (LSJ)
ὁ, = sq.,
A πλόκαμος E.IA1080 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
καλλικόμας: ὁ, καλλίτριχος, καλλικόμαν πλόκαμον Εὐρ. Ι. Α. 1080.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m. dor. c. καλλίκομος.
Greek Monolingual
καλλικόμας, ὁ (Α)
ο καλλίκομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κόμας (< κόμη), πρβλ. ηλιο-κόμας, στραβαλο-κόμας].
Greek Monotonic
καλλικόμας: ὁ, = το επόμ., σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλικόμας [καλός, κόμη] adj., met mooi haar.
Russian (Dvoretsky)
καλλῐκόμᾱς: adj. m дор. Eur. = καλλίκομος.
Middle Liddell
καλλι-κόμας, ου, = καλλίκομος, Eur.]