πρόστροπος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(nl)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πρόστροπος -ον [~ προστρόπαιος] smekend; Soph. OT 41; subst. smekeling. Soph. Ph. 773.
|elnltext=πρόστροπος -ον [~ προστρόπαιος] smekend; Soph. OT 41; subst. smekeling. Soph. Ph. 773.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πρόστροπος]], ον, [[προστρέπω]]<br />like [[προστρόπαιος]], a [[suppliant]], τινος Soph.; absol., Soph.
}}
}}

Revision as of 00:35, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόστροπος Medium diacritics: πρόστροπος Low diacritics: πρόστροπος Capitals: ΠΡΟΣΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: próstropos Transliteration B: prostropos Transliteration C: prostropos Beta Code: pro/stropos

English (LSJ)

ὁ,=

   A προστρόπαιος 1.1, suppliant, τινος S.Ph.773: abs., Id.OT41.    II accursed, Phot. s.v. προστρόπαιος.

German (Pape)

[Seite 784] zugewendet, bes. mit Flehen gewendet, τινός, an Einen, Soph. Phil. 762; vgl. ἱκετεύομέν σε πάντες οἵδε πρόστροποι, O. R. 41; einzeln in sp. Prosa, wie προστρόπαιος.

Greek (Liddell-Scott)

πρόστροπος: -ον, (προστρέπω) ὁ ἐστραμμένος πρός τινα ἢ πρός τι· ὅθεν ὡς τὸ προστρόπαιος, ἱκέτης, τινος Σοφ. Φιλ. 773· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 41. ΙΙ. κατηραμένος, Φώτ. ἔν λ. προστρόπαιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
suppliant : τινος SOPH qui supplie qqn.
Étymologie: προστρέπω.

Greek Monolingual

ὁ, Α προστρέπω
1. ο προστρόπαιος
2. (κατά τον Φώτ.) «κατηραμένος».

Greek Monotonic

πρόστροπος: -ον (προστρέπω), όπως το προστρόπαιος, ικέτης, τινος, σε Σοφ.· απόλ., στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

πρόστροπος: Soph. = προστρόπαιος I.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόστροπος -ον [~ προστρόπαιος] smekend; Soph. OT 41; subst. smekeling. Soph. Ph. 773.

Middle Liddell

πρόστροπος, ον, προστρέπω
like προστρόπαιος, a suppliant, τινος Soph.; absol., Soph.