πυρολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πῡρολόγος:''' убирающий пшеницу ([[δρεπάνη]] Anth.).
|elrutext='''πῡρολόγος:''' убирающий пшеницу ([[δρεπάνη]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πῡρο-λγ/ος, ον, [πύρος, [[λέγω]]<br />[[reaping]] [[wheat]], Anth.
}}
}}

Revision as of 00:45, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡρολόγος Medium diacritics: πυρολόγος Low diacritics: πυρολόγος Capitals: ΠΥΡΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: pyrológos Transliteration B: pyrologos Transliteration C: pyrologos Beta Code: purolo/gos

English (LSJ)

ον, (πυρός)

   A reaping wheat, AP6.104 (Phil., v.l. πυριλ-).

German (Pape)

[Seite 823] Weizen lesend, sammelnd od. mähend, δρεπάνη, Philp. 14 (VI, 104).

Greek (Liddell-Scott)

πῡρολόγος: -ον, (πυρὸς) ὁ πυροὺς συλλέγων, δηλ. θερίζων, πυρολόγος δρεπάνη Ἀνθ. Π. 6. 104 (Ἀντίγραφ. πυριλ-.)

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ramasse le blé.
Étymologie: πυρός, λέγω².

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που μαζεύει, που θερίζει το σιτάρι, θεριστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + -λόγος].

Greek Monotonic

πῡρολόγος: -ον (πύρος, λέγω), αυτός που θερίζει σιτάρι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πῡρολόγος: убирающий пшеницу (δρεπάνη Anth.).

Middle Liddell

πῡρο-λγ/ος, ον, [πύρος, λέγω
reaping wheat, Anth.