σανδαλίσκος: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σανδᾰλίσκος:''' ὁ [demin. к [[σάνδαλον]] Arph. = [[σανδάλιον]].
|elrutext='''σανδᾰλίσκος:''' ὁ [demin. к [[σάνδαλον]] Arph. = [[σανδάλιον]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σανδᾰλίσκος, ὁ, [Dim. of [[σάνδαλον]], Ar.]
}}
}}

Revision as of 00:55, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σανδαλίσκος Medium diacritics: σανδαλίσκος Low diacritics: σανδαλίσκος Capitals: ΣΑΝΔΑΛΙΣΚΟΣ
Transliteration A: sandalískos Transliteration B: sandaliskos Transliteration C: sandaliskos Beta Code: sandali/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of σάνδαλον, Ar.Ra. 406 (s.v.l., τὸ -κον Blass):—also σαμβᾰλίσκος, ὁ, heterocl. pl. -ίσκα, Hippon.18.

German (Pape)

[Seite 860] ὁ, dim. von σάνδαλον, Ar. Ran. 405.

Greek (Liddell-Scott)

σανδᾰλίσκος: ὁ, ὑποκοριστ. τοῦ σάνδαλον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 405· πρβλ. σαμβαλ-.

Greek Monolingual

ὁ, και αιολ. τ. σαμβαλίσκος και ετερόκλιτος τ. πληθ. σανδαλίσκα, Α
υποκορ. μικρό σάνδαλο, μικρό σανδάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάνδαλον / σάμβαλον + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελ-ίσκος)].

Greek Monotonic

σανδᾰλίσκος: ὁ, υποκορ. του σάνδαλον, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

σανδᾰλίσκος: ὁ [demin. к σάνδαλον Arph. = σανδάλιον.

Middle Liddell

σανδᾰλίσκος, ὁ, [Dim. of σάνδαλον, Ar.]