σκύλευμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(nl)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σκύλευμα -ατος, τό [σκυλεύω] wapenrusting afgenomen van een gedode vijand: wapenbuit, meestal plur.
|elnltext=σκύλευμα -ατος, τό [σκυλεύω] wapenrusting afgenomen van een gedode vijand: wapenbuit, meestal plur.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σκύ¯λευμα, ατος, τό,<br />[[mostly]] in pl. the [[arms]] stript off a [[slain]] [[enemy]], spoils, Eur., Thuc. [from σκῡλεύω]
}}
}}

Revision as of 01:05, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῡλευμα Medium diacritics: σκύλευμα Low diacritics: σκύλευμα Capitals: ΣΚΥΛΕΥΜΑ
Transliteration A: skýleuma Transliteration B: skyleuma Transliteration C: skylevma Beta Code: sku/leuma

English (LSJ)

ατος, τό, usu. in pl.,

   A arms stripped off a slain enemy, spoils, E.Ph.857, Ion 1145, Th.4.44.

Greek (Liddell-Scott)

σκύλευμα: [ῡ], τό, μάλιστα ἐν τῷ πληθ., τὰ ὅπλα τὰ λαμβανόμενα ἐκ φονευθέντος ἐχθροῦ, λάφυρα, Εὐρ. Φοίν. 857, Ἴων. 1145, Θουκ. 4. 44.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
dépouille d’un ennemi tué ; dépouille en gén.
Étymologie: σκυλεύω.

Greek Monolingual

τὸ, Α σκυλεύω
1. πράγμα που έχει σκυλευθεί, αντικείμενο προερχόμενο από σκύλευση
2. (ειδικότερα στον ενν. και στον πληθ.) τα όπλα που προέρχονται απο σκύλευση σκοτωμένου εχθρού, τα λάφυρα (α. «λαβὼν ἀπαρχὰς πολεμίων σκυλευμάτων», Ευρ.
β. «ἀνεχώρουν κατὰ τάχος... ἔχοντες τὰ σκυλεύματα καὶ τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς», Θουκ.).

Greek Monotonic

σκύλευμα: [ῠ], -ατος, τό, κατά κανόνα στον πληθ., όπλα που έχουν αφαιρεθεί από σκοτωμένο εχθρό, λάφυρα, λεία, σε Ευρ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

σκύλευμα: ατος (κῡ) τό (только pl.) снятые (с убитого врага) доспехи (πολέμια σκυλεύματα Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκύλευμα -ατος, τό [σκυλεύω] wapenrusting afgenomen van een gedode vijand: wapenbuit, meestal plur.

Middle Liddell

σκύ¯λευμα, ατος, τό,
mostly in pl. the arms stript off a slain enemy, spoils, Eur., Thuc. [from σκῡλεύω]